- ἀμφιρρεπές
- ἀμφιρρεπήςinclining both waysmasc/fem voc sgἀμφιρρεπήςinclining both waysneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφιρρεπής — ές (Μ ἀμφιρρεπής) 1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές αμφίβολο, διφορούμενο 3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + … Dictionary of Greek